- χειριστήριο
- το1. αυτό με το οποίο χειρίζεται κανείς κάτι.2. συσκευή με την οποία γίνεται η μετάδοση των σημάτων Μορς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χειριστήριο — το, Ν 1. (ηλεκτρ.) χειροκίνητος διακόπτης, που προκαλεί με τον χειρισμό του διακοπή, αποκατάσταση ή μεταγωγή ηλεκτρικού κυκλώματος και, μέσω αυτού, μεταβολή τής λειτουργικής κατάστασης μιας μηχανής ή εγκατάστασης 2. τεχνολ. πίνακας εφοδιασμένος… … Dictionary of Greek
άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
ποδόπληκτρο — το, Ν 1. μουσ. μοχλός στο πιάνο, στο εκκλησιαστικό ὁργανο, στο αρμόνιο κ.ά. ὁργανα, που ενεργοποιείται με την κίνηση τού ποδιού 2. τεχνολ. μηχανισμός αποτελούμενος από ποδοκίνητη πλάκα που ταλαντεύεται περί οριζόντιο άξονα και από σύστημα… … Dictionary of Greek
τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η … Dictionary of Greek
τηλεχειριστήριο — το, Ν 1. τεχνολ. συσκευή που επιτρέπει τον από απόσταση χειρισμό μιας διάταξης, κν. τηλεκοντρόλ 2. ο χώρος από όπου με ειδικά μηχανήματα πραγματοποιείται ο τηλεχειρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + χειριστήριο. Η λ. με την πρώτη της σημ. αποτελεί… … Dictionary of Greek
χειριστήρας — ο, Ν το χειριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρίζω / ομαι + κατάλ. τήρ(ας)*. Η λ., στον λόγιο τ. χειριστήρ, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
χειριστήριος — α, ο, Ν [χειριστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρισμό ή μέσω τού οποίου γίνεται ο χειρισμός («χειριστήριος διακόπτης») 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. χειριστήριο … Dictionary of Greek
γαιoπρoωθητήρας — Μηχάνημα για την εξομάλυνση του εδάφους ή την απομάκρυνση ερειπίων και θαμνώδους βλάστησης. Στην καθομιλουμένη, ονομάζεται μπουλντόζα. Συνήθως η ισοπεδωμένη λωρίδα που δημιουργείται είναι η αρχική φάση για την κατασκευή μιας οδού. Ο γ.… … Dictionary of Greek
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek